σοκ

σοκ
Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι οι τραυματισμοί, οι δηλητηριάσεις, οι χειρουργικές επεμβάσεις, οι σοβαρές μολύνσεις, οι κρίσεις υπολειτουργίας των επινεφριδίων κ.ά. Το σ. μελετήθηκε κυρίως την περίοδο του πόλεμου, εξαιτίας της συχνότητας των σοβαρών τραυματισμών. Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για να το εξηγήσουν είναι πολλές, αλλά έχει τώρα διαπιστωθεί ότι η αρχική διαταραχή συνίσταται σε ελάττωση της μάζας του κυκλοφορούντος αίματος, η οποία οφείλεται σε ατονία των τριχοειδών με σύγχρονη διαστολή τους και στάση του αίματος, καθώς και σε αύξηση της διαβατότητας του τοιχώματος των τριχοειδών, με αποτέλεσμα τη διαρροή μεγάλων ποσότητων υγρού στους ιστούς. Όλα αυτά είναι αιτία ανοξίας των ιστών και αυτών των ίδιων των τριχοειδών, που προκαλεί επιδείνωση των παραπάνω ενοχλημάτων. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος που μπορεί να είναι και θανατηφόρος. Ο ασθενής έχει το βλέμμα σβησμένο, είναι σχεδόν αναίσθητος, οι μύες του είναι χαλαροί και τα άκρα σαν παράλυτα· ο σφυγμός αδύνατος και συχνός· η αρτηριακή πίεση πολύ χαμηλή· συχνά υπάρχει υποθερμία. Η θεραπευτική αντιμετώπιση συνίσταται κυρίως σε έγκαιρη αποκατάσταση της μάζας του αίματος διά μεταγγίσεων αίματος πλάσματος ή υποκατάστατων του τελευταίου. (Ιατρ.). Σειρά θεραπευτικών μεθόδων που έχουν βρει εφαρμογή κυρίως στην ψυχιατρική και που έχουν κοινό χαρακτηριστικό να παράγουν, με διαφορετικά μέσα (θερμότητα, ηλεκτρισμό, χημικές ουσίες κ.ά.), ταχεία και βίαιη διέγερση του οργανισμού που προκαλεί μια αντιδραστική μετατροπή η οποία ευνοεί τον επανασχηματισμό εκείνων των φυσιολογικών ισορροπιών, που έχουν διαταραχτεί από τη νόσο. Στην περίπτωση όμως αυτή, ο όρος σ. χάνει τη κλινική του σημασία και υποδηλώνει το έντονο ερέθισμα. Από τους αρχαίους ακόμα χρόνους είχαν σκεφτεί ότι μια παθολογική κατάσταση των πνευματικών ικανοτήτων θα μπορούσε να εξουδετερωθεί από ένα ξαφνικό σωματικό ή ψυχικό τραύμα. Ήδη ο Κέλσος συνιστούσε τα χτυπήματα και τις έντονες συγκινήσεις. Οι Ινδουστανοί γιατροί συνιστούσαν τη θέα φιδιού ή ελέφαντα ή δήμιου για να τρομοκρατηθεί ο άρρωστος· οι μάγοι της Σουμάτρας την έκθεση στους καπνούς ή τα ψυχρά μπάνια. Η θεραπευτική μέθοδος των σ. μπορεί να εφαρμοστεί με ποικίλα μέσα: με τη χορήγηση ειδικών ουσιών, όπως η ινσουλίνη, που εφαρμόζεται κυρίως σε καταστάσεις σχιζοφρένιας το πενταμεθυλενοτετραζόλιο (καρδιαζόλη) ενδοφλέβια, η ακετυλοχολίνη, πάντα ενδοφλέβια, ή διά φυσικών ερεθισμάτων. Στην τελευταία αυτή ποικιλία περιλαμβάνεται το ηλεκτροσόκ που πραγματοποιείται με τον ερεθισμό του εγκέφαλου με ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο διοχετεύεται σε δύο καλώδια που τοποθετούνται στο κρανίο στο ύψος των κροτάφων. Πεδίο εκλογής για την εφαρμογή των ηλεκτροσόκ αποτελούν οι καταθλιπτικές ψυχώσεις: πραγματικά σε περιπτώσεις ενδογενούς κατάθλιψης, τα τελείως αβλαβή ηλεκτροσόκ αποτελούν θεραπευτική μέθοδο με λαμπρά αποτελέσματα.
* * *
το, Ν
άκλ.
1. ιατρ. οξεία προϊούσα κυκλοφοριακή ανεπάρκεια, κατά την οποία συντελείται ανεπαρκής παροχή αίματος και συστατικών του και, συνεπώς, θρεπτικών ουσιών και οξυγόνου στα κύτταρα, καθώς και ανεπαρκής απομάκρυνση απορριματικών προϊόντων από τους ιστούς, με αποτέλεσμα τη βλάβη και τελικά τον θάνατο τών κυττάρων
2. συνεκδ. ισχυρή εντύπωση, μεγάλη κατάπληξη, έντονο ξάφνιασμα
3. φρ. α) «ψυχογενές σοκ» — αντίδραση που παρουσιάζει ένα άτομο σε κάποιο γεγονός για το οποίο δεν ήταν προετοιμασμένο και το οποίο είναι δυνατόν να προκαλέσει λιποθυμία, πιθανώς λόγω διαστολής τών αιμοφόρων αγγείων τών μυών
β) «θεραπευτικά σοκ» — κωματογόνες και συχνά επιληπτογόνες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική, όπως είναι η ινσουλινοθεραπεία, το ηλεκτροσόκ, η πυρετοθεραπεία κ.ά.
γ) «μικροβιαιμικό σοκ»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από λοίμωξη σε ένα μέρος τού σώματος και τη διείσδυση μικροβίων στο αίμα
δ) «σοκ οφειλόμενο σε ανεπαρκή όγκο αίματος»
ιατρ. σοκ που προκαλείται κυρίως από αιμορραγία, όταν αυτή υπερβεί το 30% περίπου τού όγκου τού αίματος ενός ατόμου
ε) «σοκ οφειλόμενο σε ανεπαρκή καρδιακή απόδοση»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από απότομη διακοπή τής αιμάτωσης τού μυοκαρδίου, όπως λ.χ. από θρόμβωση μιας στεφανιαίας αρτηρίας και κατ' επέκταση, από ελάττωση τής συσταλτικότητας και πτώση τής καρδιακής απόδοσης πέρα από ορισμένο σημείο, αλλ. καρδιογενές σοκ
στ) «σοκ οφειλόμενο σε αύξηση τής χωρητικότητας τής κυκλοφορίας»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από εκτεταμένη διαστολή τών φλεβών ή τών τριχοειδών
ζ) «αναφυλακτικό σοκ»
ιατρ. σφοδρή αλλεργική αντίδραση τού οργανισμού σε ένεση ξένης πρωτεΐνης, η οποία χαρακτηρίζεται από απότομο κολάπσους, από εντυπωσιακή πτώση τής πίεσης τού αίματος, από στένωση τών αεροφόρων οδών και σοβαρή δύσπνοια, λόγω σύσπασης τών βρόγχων, και από κυανωπή χρώση τού δέρματος
η) «φαρμακογενές σοκ»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από την υπέρμετρη χρήση ορισμένων φαρμάκων, λ.χ. αναισθητικών, βαρβιτουρικών, ηρεμιστικών ή ναρκωτικών, λόγω τής οποίας προκαλείται ελάττωση τής συσταλτότητας τού μυοκαρδίου, αποκλεισμός τών φυσιολογικών κυκλοφοριακών αντανακλαστικών, αγγειοδιαστολή και πτώση τής αρτηριακής πίεσης συνοδευόμενη από βραδύ σφυγμό
θ) «νευρογενές σοκ»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από διατομή ενός σημαντικού νεύρου ή απο τη διακοπή τής ροής νευρικών διεγέρσεων που μπορεί να θίξουν το αυτόνομο νευρικό σύστημα. ι) «σοκ από ενδοκρινικά αίτια»
ιατρ. σοκ που προκαλείται από ανεπαρκή έκκριση τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, από λειτουργικές διαταραχές τής υπόφυσης, τού θυρεοειδούς και τών παραθυρεοειδών αδένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choc].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοκ — το άκλ. (λ. γαλλ.), απότομος νευρικός κλονισμός: Έπαθε σοκ μόλις πληροφορήθηκε την αποτυχία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισταμίνη — Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες,… …   Dictionary of Greek

  • καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Nuno Piloto — Personal information Full name Nuno Miguel Torres Piloto Albuquerque Date of birth March 19, 1982 …   Wikipedia

  • Коррупционный скандал с компанией «Siemens» в Греции — Политический скандал относительно коррумпированности и взяточничества разгорелся в 2008 году, когда были уличены подробности сотрудничества Siemens и правительства Греции во главе с премьер министром Костасом Симитисом в период подготовки к… …   Википедия

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • αναισθησιολογία — η Ιατρ. παραχειρουργική ιατρική ειδικότητα με κύριο αντικείμενο την επιλογή και παροχή αναισθησίας για εγχειρητικούς σκοπούς, αλλά και τη διεγχειρητική και άμεση μετεγχειρητική φροντίδα τού ασθενούς (παρακολούθηση τών ζωτικών λειτουργιών,… …   Dictionary of Greek

  • αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”